αξιοζήλευτος

αξιοζήλευτος
-η, -ο
επίρρ. άξιος να τον ζηλεύει κανείς: Είχε στην κοινωνία μιαν αξιοζήλευτη θέση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αξιοζήλευτος — η, ο εκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • άζηλος — και άζουλος η, ο (Α ἄζηλος, ον) ο μη αξιοζήλευτος, αυτός που δεν τόν ζηλεύει κανείς νεοελλ. αυτός που δεν έχει ζήλο, κλίση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μεγάλη αξία, ο μη αξιόλογος 2. δυστυχής, θλιβερός, καταθλιπτικός («ἄζηλον γῆρας») 3.… …   Dictionary of Greek

  • άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… …   Dictionary of Greek

  • αζήλωτος — η, ο (Α ἀζήλωτος, ον) αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζηλωτός < ζηλῶ] …   Dictionary of Greek

  • αζηλοτύπητος — η, ο (Α ἀζηλοτύπητος, ον) [ζηλοτυπῶ] αυτός που δεν προκαλεί τη ζήλεια, που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος …   Dictionary of Greek

  • ακριβοζηλεμένος — η, ο πολύ αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ζηλεμένος < ζηλεύω] …   Dictionary of Greek

  • αμέγαρτος — ἀμέγαρτος, ον (ποιητ.) (Α) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός 2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»] …   Dictionary of Greek

  • ανεπίζηλος — η, ο ο μη επίζηλος, αυτός που δεν είναι αξιοζήλευτος …   Dictionary of Greek

  • αξιο- — (AM ἀξιο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος. Χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον άξιο γι αυτό που δηλώνει το β συνθετ. της λέξης. Πρβλ. αξιόλογος, αξιοπρεπής αρχ. αξιόσκεπτος, αξιόχρεως αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • αξιοζήλωτος — ἀξιοζήλωτος, ον (AM) ο αξιοζήλευτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”